Είναι Οκτώβριος και ο Γιώργος από την Κωμιακή έχει τοποθετήσει τη φωτογραφική του μηχανή πάνω σε ένα βράχο. Βάζοντας τη στο αυτόματο βιαστικά (για να προλάβει το κλικ της κάμερας) παίρνει ένα μακρύ ξύλινο ραβδί και κουνάει απαλά τα κλαδιά της καρυδιάς, μια από τις 2-3 που έχουν απομείνει στην οικογένειά του.
Περίπου 30-35 χλμ. από τη χώρα, βρίσκεται τo βορειότερο ορεινό χωριό της Νάξου η Κωμιακή, ή Κορωνίδα.
Κτισμένη αμφιθεατρικά στις κορυφογραμμές του όρους “Κόρωνος“, έχει ανοιχτό ορίζοντα προς το Ικάριο Πέλαγος.
Κατευθυνόμενοι από τον Απόλλωνα προς τη Χώρα, φτάσαμε στην Κωμιακή και στο βενζινάδικο του Γιώργου — ένα βενζινάδικο-όαση με θέα προς το απέραντο γαλάζιο και το νησί της Δονούσας να λάμπει — κατά καλή μας τύχη — κάτω από την πανσέληνο.
Λάτρης-χρήστης του Facebook, o Γιώργος με τις αναρτήσεις του καταγράφει την καθημερινότητα του χωριού του, ένα χωρίο που σήμερα έχει πληθυσμό περίπου 250 κάτοικους σε σύγκριση με την εποχή του παππού του που αριθμούσαν περίπου στους 2000.
Ο “Giorgos Komiaki”, το παρατσούκλι του στο Facebook, κάνει ότι μπορεί να διατηρήσει τις παραδόσεις και την κληρονομιά του τόπου του.
Είναι Οκτώβριος και ο “George Komiaki” έχει τοποθετήσει τη φωτογραφική του μηχανή πάνω σε ένα βράχο. Βάζοντας τη στο αυτόματο βιαστικά (για να προλάβει το κλικ της κάμερας) παίρνει ένα μακρύ ξύλινο ραβδί και κουνάει απαλά τα κλαδιά της καρυδιάς, μια από τις 2-3 που έχουν απομείνει στην οικογένειά του.
“Κλικ.” Ικανοποιημένος από τη φωτογραφία μας εξηγεί:
“Όταν ωριμάζει το καρύδι, σκάει ο καρπός, και φαίνεται μέσα από το πράσινο φλοιό. Κάποια στιγμή το καρύδι πέφτει στο έδαφος, έτοιμο για μάζεμα”.
“Ο παππούς μου”, συνεχίζει, “είχε 15 καρυδιές. “Τα καρύδια πουλιόντουσαν. Ήταν το βασικό εισόδημα, αρκετά για να ζήσει την οικογένεια του. Στα παλιά τα χρόνια, υπήρχαν πολλά περισσότερα δέντρα επειδή οι περισσότεροι από τους ντόπιους καλλιεργούσαν τη γη”.
Σήμερα, ο Γιώργος ασχολείται ερασιτεχνικά με τα αμπέλια και τις καρυδιές του συγκεντρώνοντας 10-15 κιλά καρυδιά σε σύγκριση με τα 500 κιλά που μάζευε ο παππούς του τη δεκαετία του ’50.
“Με την καλή φυλάξει θα διατηρηθούν μέχρι την άνοιξη,” μας λέει.” Τα κρατάμε για προσωπική κατανάλωση. Μας αρέσει να τα χρησιμοποιούμε στη βασιλόπιτα, στη μουσταλευριά και ως γαρνιτούρα σε πολλά από τα επιδόρπια που φτιάχνουμε εδώ στο χωριό”.