Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ίσως ο σημαντικότερος Έλληνας συγγραφέας και φιλόσοφος του 20ου αιώνα.
Πολυγραφότατος μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, είναι γνωστότερος για τα έργα του «Βίος & πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και «Ο Τελευταίος πειρασμός» που έγιναν και ταινίες, ενώ έχει μεταφραστεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο Έλληνα λογοτέχνη.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1883 όπου και τελείωσε το γυμνάσιο, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι.
Υπήρξε φίλος και στενός συνεργάτης του Ελευθέριου Βενιζέλου, ένθερμος υποστηρικτής της Οκτωβριανής επανάστασης, και μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα δραστηριοποιήθηκε έντονα και στη πολιτική ζωή.
Στα πολυάριθμα ταξίδια του επηρεάστηκε από το έργο διαφόρων προσωπικοτήτων, ό ίδιος δε στο ημερολόγιό του, χαρακτηρίζει τον Ανρί Μπεργκσόν μαζί με τον Όμηρο και τον Δάντη δασκάλους του.
Οι σχέσεις του με την Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν ταραγμένες, καθώς, με βάση αποσπάσματα από τον «Kαπετάν Μιχάλη» και το σύνολο του περιεχομένου του «Τελευταίου Πειρασμού» κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, ενώ κάποια περίοδο απειλήθηκε και με αφορισμό, γεγονός όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μετά από παρέμβαση του οικουμενικού πατριάρχη Αθηναγόρα.
Για το λογοτεχνικό του έργο προτάθηκε τρεις φορές για το Βραβείο Νόμπελ και δυο φορές για το βραβείο της Νορβηγικής Εταιρείας Λογοτεχνών, ποτέ όμως από την Ακαδημία της Αθήνας.
Πέθανε το 1957 από λευχαιμία σε νοσοκομείο του Φράιμπουργκ της Γερμανίας και η σορός του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα.
Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του είναι «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνετα», «Ο τελευταίος πειρασμός», «Τόντα-Ράμπα», « Ο φτωχούλης του Θεού», «Ο Βραχόκηπος», «Αναφορά στον Γκρέκο», Οδύσεια», «Τερτσίνες», «Ασκητική», «Συμπόσιον» κ.α.
Το 1897, με την έκρηξη μιας από τις πολλές εξεγέρσεις εναντίον των Οθωμανών στην Κρήτη, η οικογένεια του Καζαντζάκη μετοίκησε στη Νάξο, όπου και έζησε για δύο περίπου χρόνια.
Ο έφηβος τότε Νίκος φοίτησε στην Γαλλική Εμπορική Σχολή (στο κτήριο που στεγάζεται σήμερα το Αρχαιολογικό μουσείο), όπου και έκανε και τις πρώτες του γνωριμίες με την Δυτική λογοτεχνία.
Την ομορφιά και την ευφορία που βίωσε σ’αυτόν τον τόπο, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο στο παρακάτω απόσπασμα από το έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο»:
«Γλύκα μεγάλη είχε το νησί ετούτο, ησυχία πολλή, αγαθά τα πρόσωπα των ανθρώπων, σωροί τα πεπόνια, τα ροδάκινα, τα σύκα κι η θάλασσα ήμερη. Κοίταζα τους ανθρώπους, ποτέ οι άνθρωποι αυτοί δεν τρόμαξαν από σεισμό ή από Τούρκο και τα μάτια τους δεν καίγουνταν. Εδώ η λευτεριά είχε σβήσει τη λαχτάρα για τη λευτεριά κι η ζωή απλώνουνταν ευτυχισμένι κοιμάμενο νερό, κι αν κάποτε ταράζουνταν, ποτέ δεν σήκωνε τρικυμία. Ασφάλεια ήταν το πρώτο δώρο του νησιού που ένιωσα περιδιαβάζοντας στη Νάξο, ασφάλεια κι ύστερα από λίγες μέρες ανία. Είχαμε γνωριστεί μ’ έναν πλούσιο Ναξιώτη, τον κυρ Λάζαρο, πούχε ένα θαυμαστό περβόλι στις Εγκαρές, μιά ώρα από τη Χώρα, μας κάλεσε, μείναμε δυό βδομάδες, τι αφθονία, τι δέντρα φορτωμένα καρπό τι μακαριότητα! Η Κρήτη γίνηκε παραμύθι, ένα ανταρεμένο σύννεφο μακρινό, ποτέ τρομάρες κι αίματα κι αγώνες ελευτερίας, τα πάντα έλιωναν και χανόντουσαν μέσα στη νυσταλέα τούτη Ναξιώτικη ευδαιμονία.»