Η Νάξος, ως προεξάρχουσα των Κυκλαδονήσων, αποτελούσε ανέκαθεν κοιτίδα της κυκλαδίτικης μουσικής και του χορού, γενέτειρα οργανοπαιχτών και σημαντική παραγωγό δημοτικών τραγουδιών.
Η μουσικοχορευτική παράδοση της Νάξου έχει βαθιές ρίζες που χάνονται στο χώρο και στο χρόνο. Αρχαιολογικά ευρήματα από την Πρωτοκυκλαδική ήδη περίοδο με μουσικές ή χορευτικές μορφές και παραστάσεις καταμαρτυρούν την άρρηκτη και μακραίωνη σύνδεση της μουσικής και του χορού με τη Νάξο.
Μεταξύ άλλων ευρημάτων αναφέρει ο Κεφαλληνιάδης τη χορευτική παράσταση πάνω σε αρχαία πλάκα που βρέθηκε στην «Κορφή τ’ Αρωνιού» στην Απείρανθο, τον «Αρπιστή» και τον «Αυλητή» της Κέρου.
Με χαρακτηριστικό τρόπο απεικονίζει ποιητικά η ναξιώτισσα ποιήτρια Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου την άρρηκτη σύνδεση της μουσικής και του χορού με την καθημερινή ζωή των Ναξίων:
Κάθε σπίτι κι ένα χοροστάσι κι όλο πανηγύρι και γιορτάσι. Κι οι πλατείες και τα χωράφια κι ως και οι δρόμοι χοροστάσια εγίνουνταν ακόμη.
Χοροστάσι εκάναμε ακόμα και του πιο μικρού σπιτιού το δώμα, κι εχορεύαμε κι ερίχναμε λουλούδια, κοπέλια λυγερά και κοπελούδια.
Οι συλλογές των ναξιακών δημοτικών τραγουδιών προέρχονται από δύο, κυρίως, χωριά, την Απείρανθο και τον Κυνίδαρο.
Σύμφωνα με τον Οικονομίδη, «η πρωτεύουσα του νησιού, η Χώρα, δεν έχει σχέση με το ναξιακό δημοτικό τραγούδι, για λόγους ιστορικούς και, ακολούθως, κοινωνικούς».
Σήμερα στη Νάξο το χορευτικό νησιώτικο τραγούδι, παρά τις επιδράσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής και την παρείσφρηση νέων μουσικών ακουσμάτων, παραμένει ακόμα ζωντανό.
Στον Κινίδαρο, στην Κωμιακή, στην Κόρωνο, στην Απείρανθο, στο Φιλώτι διαβιούν ολόκληρες οικογένειες οργανοπαικτών, τραγουδιστών και στιχουργών, που συνεχίζουν επάξια τη μακραίωνη μουσικοχορευτική παράδοση του τόπου τους.
Όσο για τη χορευτική δεινότητα των Ναξίων, αναδύεται από τη βρεφική ακόμη ηλικία και μορφώνεται μέσα από τη συνεχή συμμετοχή στα τοπικά μουσικοχορευτικά δρώμενα.
Η μορφή του νησιώτικου γλεντιού, το είδος της μουσικής και των τραγουδιών, καθώς και τα μουσικά όργανα με τα οποία διεξαγόταν το γλέντι στη Νάξο άλλαξαν με το πέρασμα του χρόνου.
Από το 1912 περίπου αρχίζει να εισχωρεί σιγά-σιγά το μικρασιατικό τραγούδι στην Ελλάδα και στη Νάξο και με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και την έλευση των προσφύγων κορυφώνεται αυτή η ώσμωση της μικρασιατικής μουσικής παράδοσης στη νησιώτικη παράδοση του τόπου μας και η πλήρης αφομοίωσή της.
Η μεγάλη επίδραση της μικρασιατικής και πολίτικης μουσικοχορευτικής παράδοσης καταμαρτυρείται και από τα ονόματα των σημαντικότερων οργανικών κομματιών και τραγουδιών, όπως «Πολίτικο Συρτό», «Σιλιβριανό», «Σμυρναίικο», «Αϊβαλιώτικο» κ.ο.κ. Σύμφωνα με το Γιώργο Κονιτόπουλο, «…μπορούμε να πούμε σήμερα ότι το 70% των Νησιώτικων τραγουδιών είναι μικρασιατικής καταγωγής».
Εκείνη την περίοδο (πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα), το σουράβλι ή σουβλιάρι (φλογέρα) και η τσαμπούνα με το συνοδευτικό τουμπάκι (τύμπανο) θα αρχίσουν να παραχωρούν σταδιακά τη θέση τους στο κλαρίνο, στο βιολί και στο λαούτο.
Το βιολί με το λαούτο είναι τα όργανα που θα κυριαρχήσουν τελικά στο νησιώτικο γλέντι, με τα τσαμπουνοτούμπακα, ωστόσο, να εξακολουθούν και σήμερα να κατέχουν σημαντική θέση στα γλέντια της ορεινής Νάξου, κατά κύριο λόγο στα αποκριάτικα δρώμενα.
Το σαντούρι, μετά από μερικές δεκαετίες συμμετοχής στο νησιώτικο γλέντι, αποβάλλεται σταδιακά, ελλείψει ίσως συνεχιστών.
Η συνεχής μετεξέλιξη του νησιώτικου τραγουδιού υπαγορεύει την εξής κατηγοριοποίηση του, σύμφωνα με το Σπηλιάκο:
(α) Προναξιακό τραγούδι: το πολύστιχο ανομοιοκατάληκτο Ακριτικό τραγούδι, οι Παραλογές της αγάπης και άλλα Μωραΐτικα τραγούδια.
(β) Ναξιακό τραγούδι: τα τραγούδια που αφομοιώθηκαν μέσα από κοινοτικές διαδικασίες μεταποίησης, αυτά που πήραν από άλλες ναξιώτικες κοινότητες και τα δημιουργήματα των ντόπιων οργανοπαιχτών.
(γ) Μεταναξιακό τραγούδι: το τραγούδι μετά τον πόλεμο του ’40 μέχρι σήμερα.
Οι χοροί της Νάξου είναι ο Συρτός (αργός ή γρήγορος), Μπάλλος (αργός ή γρήγορος), ο οποίος αποτελεί φυσική συνέχεια και κατάληξη ενός κύκλου συρτών χορών, η Βλάχα, η Ντίρλα, ο Βιντζηλαιαδίστικος, ο Κοτσάτος, ο Νικηντρές.
Στα ναξιώτικα γλέντια χορεύονταν επίσης ο Καλαματιανός, ο Αγέρανος της Πάρου, τσιφτετέλια, χασαποσέρβικα, ζεϊμπέκικα και άλλοι χοροί, ακόμη και ευρωπαϊκοί (ταγκό, βαλς κ.ά.).
Γενικά, η μουσικοχορευτική διαδικασία αρχίζει με αργούς ρυθμούς και συρτό βηματισμό και βαθμιαία κορυφώνεται με πιο γρήγορους ρυθμούς και πιο ανάλαφρο βηματισμό, για να καταλήξει στον μπάλλο, ο οποίος είναι ζευγαρωτός αντικριστός χορός.
Κάθε χορευτής από παλιά διαμόρφωνε τη δική του ιδιαίτερη χορευτική ταυτότητα, την οποία με τον καιρό διέκριναν οι οργανοπαίχτες και ξεκινούσαν να του παίζουν κατά το γούστο του χωρίς να χρειάζονται παραγγελία του.
Το γλέντι και ο χορός, που ήταν πάντοτε συνυφασμένα με την ίδια τη ζωή των νησιωτών και ιδιαίτερα των Ναξιωτών, αποτελούσε τρόπο διασκέδασης, έκφρασης συναισθημάτων, αντίδοτο στις πίκρες και τους καημούς.
Σήμερα, ο «εκσυγχρονισμός» του τρόπου ζωής, τα νέα πρότυπα διασκέδασης και οι απαιτήσεις της καθημερινότητας έχουν μετριάσει το πηγαίο πάθος για τη νησιώτικη μουσική και τη συχνότητα των γλεντιών στα χωριά της Νάξου.
Παρότι οι συνθήκες αυτές οδήγησαν σε παρακμιακή πορεία το ναξιακό τραγούδι, με κίνδυνο να καταντήσει μουσειακό είδος, ένα είδος φολκλόρ, το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί νέοι της Νάξου στρέφονται στην παραδοσιακή μουσική και εξελίσσονται σε πολλά υποσχόμενους οργανοπαίχτες και τραγουδιστές μπορεί να σηματοδοτήσει μια νέα ελπιδοφόρα πορεία για τη μουσικοχορευτική παράδοση του τόπου μας.