Milκato /mɪlkɑ:təʊ/ n [U] ἁγνόν παγωτό, ὁ παρασκευάζεται παρουσία του πελάτου, ἀπό ὑψηλῆς ποιότητος Ναξια ...
Milκato /mɪlkɑ:təʊ/ n [U] ἁγνόν παγωτό, ὁ παρασκευάζεται παρουσία του πελάτου, ἀπό ὑψηλῆς ποιότητος Ναξιακόν γάλα. Waffle /Iwɒfl/ n γλυκύς ἄρτος : ὑπόκειται τοῦ παγωτού, ἀποτελώντας ἔδεσμα μεγίστης ἀπ ...
Read more